στερεοστατική

στερεοστατική
η, Ν
βλ. στερεοστατικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στερεοστατική — η κλάδος της μηχανικής που εξετάζει τη στατική ισορροπία των στερεών σωμάτων και ειδικότερα των τεχνικών κατασκευών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερεοστατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοστατική 2. το θηλ. ως ουσ. η στερεοστατική τομέας τής μηχανικής που έχει ως αντικείμενο την έρευνα και τη σπουδή τής στατικής ισορροπίας τών στερεών σωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”